Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Άγγελος Σικελιανός και η Δελφική ιδέα.

«Γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 15 Μαρτίου του 1884, από πατέρα Κεφαλονίτη και μητέρα Ηπειρώτισσα. Από μικρός έγραφε υπέροχους στίχους. Ο γάμος του με την Εύα Πάλμερ έδωσε μια μεγάλη ώθηση στην ζωή και στην καριέρα του, γιατί εκείνη υπήρξε η αγαπημένη του μούσα, που μοιραζόταν μαζί της όλα τα όνειρα και τις ανησυχίες του. Λόγω της αγάπης τους για την Ελληνική φύση, μένουν κατά καιρούς σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1908 και το 1909 δημοσίευσε τον Αλαφροϊσκιωτο, που απετέλεσε το φιλολογικό γεγονός της χρονιάς. Αργότερα γνωρίζεται με τον Νίκο Kαζαντζάκη και ξεκινούν μαζί την περιήγηση της Ελλάδας, αναζητώντας τη συνείδηση της γής και της φυλής τους. Τα έργα του είναι : “Λυρικός Λόγος Α΄,Β΄,Γ΄,Δ΄,Ε΄,ΣΤ΄, Πεζός Λόγος Α΄,Β΄,Γ΄,Δ΄,Ε΄, Θυμέλη Α΄,Β΄,Γ΄”. Είχε προταθεί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας από τήν Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Έφυγε από την ζωή στις 19 Ιουνίου 1951, σ’ ηλικία 67 ετών».
“Ακούστε, ακούστε με! Αν ετρέμανε
στην κούνια τα βυζασταρούδια,
εμένα με νανούρισαν,
των αντρειωμένων τα τραγούδια.
Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,
στην μπόρα τη μαρτιάτικη
που ‘χε τα ουράνια ανοίξει,
εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της
τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!
Μάνα φωτιά με βύζαξες
κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;”

Από τον Αλαφροϊσκιωτο

ΓΙΑΤΙ ΒΑΘΕΙΑ ΜΟΥ ΔΟΞΑΣΑ

Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
νά που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…

Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
νά τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!…

Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει…»
μα «αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως…
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός…»
νά που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει, νά που ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…

Από τον Λυρικό Βίο Β΄

Ο Άγγελος Σικελιανός ήταν ένας μεγάλος τεχνίτης του λόγου, ορμητικός και δυναμικός στους στίχους του, στις ιδέες και στην γλώσσα. Ανάστησε με τα γραφόμενά του την ιστορία, τις ηθικές αξίες, τους Ελληνικούς μύθους, τις ιδέες, τα οράματα και τα όνειρα των Ελλήνων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Άγγελος Σικελιανός ήταν οραματιστής και ρομαντικός, απόκρυφος και συμβολιστής, φυσιολάτρης και λυρικός, βαθυστόχαστος, αλλά και μεγαλόσχημος. Βαθειά ΕΛΛΗΝΑΣ. Κάλπαζε η φαντασία του. Ήταν μπροστά από την εποχή του, με τα μάτια στραμμένα στις Ελληνικές του ρίζες και στον Ελληνικό πολιτισμό. Ένιωθε να τον κυριαρχούν οι γενετικές καταβολές τής αρχαίας, αλλά και της νεώτερης Ελλάδας. Η ψυχή του ήταν γνήσια Ελληνική, και φλεγόταν από αγάπη για τον τόπο του. Δύναμή του, οι ρίζες του!!! Η ποίησή του κουβαλά στα φτερά της το μεγαλείο του Ελληνισμού. Ποιητής Ελληνολάτρης ονειροπόλος συνεχιστής μιας ιστορίας αιώνων.

Μελετά τα θεία μηνύματα της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας μέσα από τα Ορφικά, τα Ελευσίνια και τ΄ άλλα Μυστήρια τής Ελληνικής αρχαιότητας. Η ψυχή του ταξιδεύει νοερά στα ιερά της Δωδώνης, των Δελφών, της Δήλου και της Σαμοθράκης. Αγγίζει μ’ ευλάβεια τα μυστικά σύμβολα τής Λατρείας ( το Στάχυ (άρτια ζωή), το Κλήμα (άρτια τέχνη) και το Εκατόφυλλο Ρόδο (άρτια γνώση). Στην Ελευσίνα, προσεγγίζει ευλαβικά το ιερό τής θεάς Δήμητρας και τα μυστήριά της! Γίνεται μύστης κι ιεροφάντης!

Ο Άγγελος Σικελιανός δεν είναι προσιτός σ΄ όσους δεν είναι κοινωνοί του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος. Γράφει, λες και δεν θέλει να απευθυνθεί σε αμύητους. Το μεγάλο όραμα του Άγγελου Σικελιανού μα και της συζύγου του Εύας Πάλμερ, ήταν η αναβίωση της Δελφικής Ιδέας. Ήθελαν να ξαναγίνουν οι Δελφοί «ομφαλός της γης», κέντρο μιας παγκόσμιας αμφικτυονίας, όπου το πνεύμα του αρχαίου Ελληνισμού μέσα από την αναβίωσή του θα μπορούσε ν’ αποτελέσει τη βάση της ενότητας του παγκόσμιου πνεύματος, οδηγώντας την ανθρωπότητα σε ψυχική και πνευματική λύτρωση.

Στο πλευρό του εργάσθηκε άοκνα για την Δελφική Ιδέα η σύζυγός του Εύα Πάλμερ, η οποία πέρα από την οικονομική εισφορά της, φρόντισε η ίδια προσωπικά τα πάντα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.

αριστερά: Άγγελος, - δεξιά: Εύα Πάλμερ
Οι Πρώτες Δελφικές Εορτές (1927) διήρκεσαν δύο ημέρες και περιελάμβαναν παράσταση του Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, γυμνικούς αγώνες, λαϊκούς χορούς κι έκθεση λαϊκής τέχνης. Το 1930 έγιναν και Δεύτερες Δελφικές Εορτές. Οι παραστάσεις αυτές είχαν σκοπό τους την αναβίωση του αρχαίου τρόπου διδασκαλίας. Η μουσική, που συνόδευε τα χορικά, βασιζόταν στο βυζαντινό μέλος. Τις ενδυμασίες είχε υφάνει η ίδια η Εύα Σικελιανού πάνω σε πρότυπα λαϊκής τέχνης.

Η απήχηση των Δελφικών Εορτών ήταν μεγάλη. Έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από διανοούμενους και λάτρεις του Ελληνικού πνεύματος. Υπήρξαν, όμως αρκετοί που αμφισβήτησαν την όλη προσπάθεια και τα κίνητρά της και κάποιοι που δεν πίστεψαν ότι θα μπορούσε να είναι εφικτή μια τέτοια προσπάθεια. Οι κριτικές που ασκήθηκαν ήταν ή ενθουσιώδεις ή εντελώς αρνητικές εναντίον της όλης ιδέας και της οργάνωσης. Οι Δελφικές Εορτές δεν μπόρεσαν να συνεχιστούν. Παρά τη λαμπρή τους επιτυχία το ζεύγος Σικελιανού καταστράφηκε οικονομικά. Το 1933 η Εύα, αφού έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες για να πετύχει οικονομική ενίσχυση από το κράτος για τη συνέχιση των Δελφικών Εορτών, έφυγε για την Αμερική με σκοπό να διαδώσει κι εκεί τη Δελφική Ιδέα. Δεν τα κατάφερε όμως! Γύρισε στην Ελλάδα όταν έμαθε για το θάνατο του Σικελιανού, με τον οποίο είχε χωρίσει από το 1934. Η υποδοχή που της επιφυλάχθηκε, όταν επισκέφτηκε τους Δελφούς ήταν θερμή. Ενώ παρακολουθούσε παράσταση στο θέατρο των Δελφών, η καρδιά της την πρόδωσε κι ετάφη εκεί στους Δελφούς πλάϊ στον Σικελιανό. Το μεγαλόπνοο όραμά τους δεν μπόρεσε να συνεχιστεί, κατάφεραν όμως έστω και για λίγο να προβάλλουν με τον τρόπο που πρέπει το Ελληνικό πνεύμα και τον Ελληνικό Πολιτισμό.
ΔΕΛΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ (απόσπασμα)

Μ’ εν’ άσβηστο χαμόγελο ήρτα ως σ’ εσάς, Δελφοί!
Ο πετρωτός ανήφορος, που μόφεγγε στα σκότη της νύχτας
οπού ανέβαινα την τρομερή κορφή,
δεν είδε, απ’ ότε εσώριασε η αυλή σας, τέτοια νιότη!
Σαν πλάτανος εσειόντανε με τ’άστρα ο ουρανός’
κι άστραφτε απάνου ο Παρνασσός ώσμε το πέλαο κάτου,
κι απ’ τ’ άστρα κι από τ’ άστραμμα ο νους μου ο φωτεινός
έβλεπε πέρα απ’ της ζωής τη μοίρα ή του θανάτου…
Κι απ’ την κραυγή του γερακιού στην άγρια λαγκαδιά
που εχύμα από τα πετρωτά στο πρώτο χαραμέρι,
ώσμε της γης και του έλατου την τρίσβαθη ευωδιά
που πλήθαινεν απόβροχο το αυγερινόν αγέρι,
ώσμε το νέφι πούβρεξε περαστικό,
σα δρυ που στάει σ’ αιφνίδιο ανέμισμα την αυγινή δροσιά του,
το νου μου στον ανήφορο γητέψαν, για να βρει, γαλήνιος,
την αληθινή, θεϊκή κορμοστασιά του
και να σταθεί προσμένοντας να δει μες στη σιγή
τον ίδιο Απόλλωνα άξαφνα στον Παρνασσό να βγαίνει,
κι όλος ο αγέρας να σειστεί στην πλάση
ως μια πηγή που της ταράζει τα νερά μια Νύφη διψασμένη!
Ο Άγγελος Σικελιανός καταθέτει στεφάνι στο φέρετρο του Κωστή Παλαμά . Δίπλα του η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη. Λίγο αργότερα απήγγειλε με την βροντερή φωνή του, μπροστά σε χιλιάδες κόσμο που μετέτρεψε την κηδεία σε αντικατοχική διαδήλωση με τα γερμανικά πολύβόλα να βρίσκονται με το δάχτυλο στη σκανδάλη, το ποίημά του “Ηχήστε οι σάλπιγγες”.


Read more »

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Η κόλαση του Δάντη

Η Θεία Κωμωδία (ιταλικά: La Divina Commedia, αρχικός τίτλος Commedia) είναι επικό, αφηγηματικό ποίημα του Δάντη. Γράφτηκε στο διάστημα 1308-1321 και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έχοντας χαρακτηριστεί ως η επιτομή του μεσαιωνικού κόσμου. Το ποίημα χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη – Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος – και αφηγείται το φανταστικό ταξίδι του Δάντη στον Άδη, με οδηγούς τον Βιργίλιο και τη Βεατρίκη. Ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν Κωμωδία. Ο όρος Θεία προστέθηκε μεταγενέστερα από τον Βοκάκιο. Μέχρι σήμερα, έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης κριτικής ανάλυσης και ερμηνειών.

Δομή:Η Θεία Κωμωδία διαιρείται σε τρία μέρη: Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος, το καθένα αποτελούμενο από 33 ωδές ή τραγούδια (canti). Η Κόλαση περιέχει επιπλέον μια εισαγωγική ωδή. Ο αριθμός τρία είναι κυρίαρχος σε όλο το ποίημα και η χρήση του δεν θεωρείται τυχαία. Οι ωδές είναι επίσης γραμμένες σε ενδεκασύλλαβο στίχο και η ρίμα ακολουθεί τη δομή ΑΒΑ ΒΓΒ ΓΔΓ . . . ΨΩΨ Ω, δηλαδή δομή τριών στίχων (terza rima). Η Θεία Κωμωδία υπήρξε το πρώτο μεγάλο αφηγηματικό ποίημα στην οποία έγινε χρήση αυτής της ρίμας, αν και μία παρόμοια μορφή χρησιμοποιήθηκε προγενέστερα από τους τροβαδούρους.

Πλοκή:Ο Δάντης, σε πρώτο πρόσωπο, περιγράφει ένα φανταστικό ταξίδι του στον Άδη, το οποίο ξεκινά – κατά την πιθανότερη εκδοχή – την Μεγάλη Παρασκευή του 1300, στις 8 Απριλίου και ενώ ο Δάντης είναι τριάντα πέντε ετών. Το ταξίδι παρουσιάζεται ως αληθινό, κυρίως μέσω της χρήσης πλήθους στοιχείων που παραθέτει ο Δάντης σχετικά με αυτό και των λεπτομερειών που δίνονται με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Οι ώρες, οι τοποθεσίες και το δρομολόγιο του αφηγητή καταγράφονται με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια.

Κατά το πέρασμά του από την Κόλαση και το Καθαρτήριο, ο ποιητής συνοδεύεται από τον δάσκαλό του Βιργίλιο, ενώ η πορεία του στον Παράδεισο γίνεται με την παρουσία της Βεατρίκης, ο χαρακτήρας που αντιπροσωπεύει το γυναικείο πρότυπο κατά τον Δάντη και βασίζεται πιθανότατα στη Βεατρίκη Πορτινάρι, υπαρκτό πρόσωπο στη ζωή του Δάντη. O Δάντης έκανε επίσης αναφορά στη Βεατρίκη, στο έργο La Vita Nuova, ωστόσο στη Θεία Κωμωδία θεωρείται πως εκφράζεται με ιδανικό τρόπο ο έρωτάς του προς το πρόσωπό της.

**Μία από τις λεπτομέρειες της Θείας Κωμωδίας είναι πως κάθε ένα από τα τρία μέρη της κλείνει με τη λέξη άστρα.


Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ
Σύμφωνα με την περιγραφή του Δάντη, ο Άδης έχει σχήμα αναποδογυρισμένου κώνου με το πλατύ στόμιό του να βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, κάτω από την Ιερουσαλήμ, και την άλλη αιχμηρή άκρη του στο κέντρο της Γης. Αποτελείται συνολικά από εννέα κύκλους, οι οποίοι στενεύουν διαδοχικά καθώς κινείται κανείς κατηφορικά. Κάθε κύκλος του Άδη αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες αμαρτίες - ολοένα βαρύτερες για βαθύτερους κύκλους -καθώς και τις αντίστοιχες τιμωρίες που επιβάλλλονται.

Ο Δάντης, σύμφωνα με την Αριστοτέλεια φιλοσοφία περί ηθικής και αρετής, κατατάσσει τις αμαρτίες σε πράξεις ακράτειας, όπως είναι φιληδονία, η λαιμαργία και η φιλαργυρία, και σε πράξεις κακίας ή βίας.Αφού διασχίζουν τον ποταμό Αχέρων με τον Χάροντα, ο Βιργίλιος οδηγεί τον Δάντη διαδοχικά μέσα από τους εννέα κύκλους αμαρτιών, οι οποίοι περιλαμβάνουν:

* Κύκλος 1ος: τα αβάφτιστα μωρά και τους ενάρετους ειδωλολάτρες. Η τιμωρία τους είναι πως αδυνατούν να φθάσουν στο Παράδεισο.
* Κύκλος 2ος: εδώ κολάζονται οι φιλήδονοι, οι οποίοι είναι καταδικασμένοι να στροβιλίζονται σε μία διαρκή ανεμοθύελλα, ανίκανοι παράλληλα να αγγίξουν άλλη ανθρώπινη παρουσία.
* Κύκλος 3ος: οι λαίμαργοι, οι ψυχές των οποίων κατασπαράσονται από τον Κέρβερο.
* Κύκλος 4ος: οι άπληστοι, φιλάργυροι, καταδικασμένοι να κυλούν μεγάλα βάρη με το στήθος τους.
* Κύκλος 5ος: οι μνησίκακοι, που χτυπούν ο ένας τον άλλο μέσα σε λασπωμένους βάλτους.

Σε αυτό το σημείο, ο Βιργίλιος και ο Δάντης περνούν με τη βάρκα του δαίμονα Φλεγύα μπροστά στις κλειδωμένες πόρτες του κάστρου της Κόλασης, τις οποίες ανοίγει ένας άγγελος.

* Κύκλος 6ος: οι αιρετικοί, εγκλωβισμένοι μέσα σε πύρινους τάφους.


* Κύκλος 7ος: ο έβδομος κύκλος περιλαμβάνει τους βίαιους, οι οποίοι βρίσκονται διαχωρισμένοι σε τρεις ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει τους βίαιους απέναντι στους υπόλοιπους ανθρώπους και τιμωρούνται βρισκόμενοι εντός ενός βάλτου αίματος που βράζει. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τους βίαιους απέναντι στον εαυτό τους, μεταμορφωμένοι σε δέντρα ή κυνηγημένοι από άγρια σκυλιά. Τέλος, στην τρίτη ομάδα βρίσκονται οι βίαιοι απέναντι στο Θεό και την φύση, απομονωμένοι σε μια έρημο φλεγόμενης άμμου όπου μαίνεται μια πύρινη βροχή.


Οι δύο τελευταίοι κύκλοι της Κόλασης αφορούν στις ενσυνείδητες αμαρτίες παραπλάνησης και είναι προσπελάσιμοι κατηφορίζοντας ένα βάραθρο.

* Κύκλος 8ος: εδώ κολάζονται οι απατεώνες σε δέκα διαφορετικά βάραθρα. Συγκεκριμένα περιγράφονται οι αποπλανητές (τιμωρία τους είναι η μαστίγωση), οι κόλακες (βουτηγμένοι σε ακαθαρσίες), οι σιμωνιακοί (κρεμασμένοι ανάποδα μέσα σε λάκκους και φωτιές στα πόδια), οι μάγοι ή ψευδοπροφήτες (με τα κεφάλια τους τοποθετημένα ανάποδα ώστε να βλέπουν μόνο το πίσω μέρος τους), οι διεφθαρμένοι πολιτικοί (εγκλωβισμένοι σε κοχλάζουσα πίσσα), οι υποκριτές (κουκουλωμένοι με κάπες από μόλυβδο), οι κλέφτες (κυνηγημένοι από φίδια και κατόπιν μεταμορφωμένοι σε φίδια), οι εσκεμμένα κακοί σύμβουλοι (εγκλωβισμένοι σε φλόγες), οι αιρετικοί (που κατασπαράσονται από δαιμόνια) και οι κιβδηλοποιοί (τιμωρημένοι με αρρώστιες).


Στη συνέχεια, ο γίγαντας Ανταίος μεταφέρει τον Δάντη και τον Βιργίλιο στον 9ο κύκλο.


* Κύκλος 9ος: εδώ τιμωρούνται οι προδότες, εγκλωβισμένοι – μέχρι το πρόσωπο – σε μία παγωμένη λίμνη. Ειδικότερα, τοποθετημένοι σε τέσσερις διαφορετικές περιοχές βρίσκονται οι προδότες συγγενών (Καΐνα), οι προδότες της πατρίδας (Αντηνόρα), οι προδότες φίλων (Πτολεμαία) και οι προδότες των ευεργετών τους (Ιουδαία



Στο βαθύτερο σημείο του Άδη, στο κέντρο της Γης, οι δύο περιπλανώμενοι παρατηρούν τον γίγαντα Εωσφόρο ο οποίος τυραννά αιώνια τον Βρούτο και τον Κάσσιο (προδότες του Ιούλιου Καίσαρα) αλλά και τον Ιούδα (προδότη του Χριστού)

 

Η Κόλαση του Δάντη δια στόματος Λιαντίνη


Read more »

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει για τον Φ. Νίτσε


Μια μέρα εκεί που διάβαζα σκυμμένος στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, μια κοπέλα με ζύγωσε κι έγειρε από πάνω μου. Κρατούσε ανοιχτό ένα βιβλίο κι είχε βάλει το χέρι της κάτω από τη φωτογραφία ενός αντρός που ‘χε το βιβλίο, για να κρύψει τ’ όνομά του, και με κοίταζε με κατάπληξη.

-Ποιος είναι αυτός; με ρώτησε δείχνοντάς μου την εικόνα.

Σήκωσα τους ώμους: -Πώς θέλετε να ξέρω; Είπα.

-Μα είστε εσείς, έκαμε η κοπέλα, εσείς, απαράλλαχτος. Κοιτάχτε το μέτωπο, τα πυκνά φρύδια, τα βαθουλά μάτια. Μονάχα που αυτός είχε χοντρά κρεμαστά μουστάκια, κι εσείς δεν έχετε.

Κοίταξα αλαφιασμένος:

-Ποιος είναι λοιπόν; Έκανα προσπαθώντας ν’ αναμερίσω το χέρι της κοπέλας, να δω τ’ όνομα.

-Δεν τον γνωρίζετε; Πρώτη φορά τον βλέπετε; Ο Νίτσε!

Ο Νίτσε! Είχα ακούσει τ’ όνομά του, μα δεν είχα ακόμα τίποτα διαβάσει δικό του.

-Δε διαβάσατε τη Γένεση της Τραγωδίας, το Ζαρατούστρα του; Για τον Αιώνιο Γυρισμό, για τον Υπεράνθρωπο;

-Τίποτα, τίποτα, απαντούσα ντροπιασμένος, τίποτα.

-Περιμένετε! Είπε κι έφυγε η κοπέλα πεταχτή. Σε λίγο μου ‘φερνε το Ζαρατούστρα.

-Να, είπε γελώντας, να λιονταρίσια θροφή για το μυαλό σας – αν έχετε μυαλό. Κι αν το μυαλό σας πεινάει.


Ετούτη στάθηκε μια από τις πιο αποφασιστικές στιγμές της ζωής μου. Εδώ, στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, με τη μεσολάβηση μιας άγνωστης φοιτήτριας, μου ‘χε στήσει καρτέρι η μοίρα μου. Εδώ με περίμενε, φλογερός, αιματωμένος, μεγάλος πολεμιστής, ο Αντίχριστος. Στην αρχή με κατατρόμαξε. Τίποτα δεν του ‘λειπε: αναίδεια κι αλαζονεία, μυαλό απροσκύνητο, λύσσα καταστροφής, σαρκασμός, κυνισμός, ανόσιο γέλιο, όλα τα νύχια, τα δόντια και τα φτερά του Εωσφόρου. Μα με είχε συνεπάρει η ορμή του κι η περηφάνια, με είχε μεθύσει ο κίντυνος και βυθίζουμουν μέσα στο έργο του με λαχτάρα και τρόμο, σα να ‘μπαινα σε βουερή ζούγκλα, γεμάτη πεινασμένα θεριά και ζαλιστικά σερνικολούλουδα.

Βιάζουμουν να τελειώσουν τα μαθήματα στη Σορβόννη, να βραδιάσει, να γυρίσω σπίτι, να ‘ρθει η σπιτονοικοκυρά να ανάψει το τζάκι και ν’ ανοίξω τα βιβλία του –πυργώνουνταν όλα απάνω στο τραπέζι μου– και να αρχίζω μαζί του το πάλεμα. Σιγά σιγά είχα συνηθίσει τη φωνή του, την κομμένη ανάσα του, τις κραυγές του πόνου του. Δεν ήξερα, τώρα το μάθαινα, πως κι ο Αντίχριστος αγωνίζεται κι υποφέρει όπως κι ο Χριστός και πως κάποτε, στις στιγμές του πόνου τους, τα πρόσωπά τους μοιάζουν.

Ανόσιες μου φάνταζαν βλαστήμιες τα κηρύγματά του, κι ο Υπεράνθρωπός του δολοφόνος του Θεού. Κι όμως μια μυστική γοητεία είχε ο αντάρτης ετούτος, μαυλιστικό ξόρκι τα λόγια του, που ζάλιζε και μεθούσε κι έκανε την καρδιά σου να χορεύει. Αλήθεια, ένας χορός διονυσιακός ο στοχασμός του, ένας όρθιος παιάνας που υψώνεται θριαμβευτικά στην πιο ανέλπιδη στιγμή της ανθρώπινης κι υπερανθρώπινης τραγωδίας. Καμάρωνα, χωρίς να το θέλω, τη θλίψη του, την παλικαριά του και την αγνότητα και τις στάλες τα αίματα που περιράντιζαν το μέτωπό του, σαν να φορούσε και τούτος, ο Αντίχριστος, αγκάθινο στεφάνι.

Σιγά σιγά, χωρίς να το ‘χω διόλου συνειδητά στο νου μου, οι δυο μορφές, Χριστός κι Αντίχριστος, έσμιγαν. Δεν ήταν λοιπόν ετούτοι οι δυο, προαιώνιοι οχτροί, δεν είναι ο Εωσφόρος αντίμαχος του Θεού, μπορεί ποτέ το Κακό να μπει στην υπηρεσία του Καλού και να συνεργαστεί μαζί του; Με τον καιρό όσο μελετούσα το έργου του αντίθεου προφήτη, ανέβαινα από σκαλί σε σκαλί σε μια μυστική παράτολμη ενότητα. Το Καλό και το Κακό, έλεγα, είναι οχτροί, να το πρώτο σκαλοπάτι της μύησης. Το Καλό και το Κακό είναι συνεργάτες, αυτό είναι το δεύτερο, το πιο αψηλό σκαλοπάτι της μύησης. Το Καλό και το Κακό είναι ένα! Αυτό ‘ναι το πιο αψηλό, όπου ως τώρα μπόρεσα να φτάσω σκαλοπάτι. […]

Λιονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης. Θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως εκατάντησε, μήτε στο Χριστό, όπως τον κατάντησαν. Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλάβους, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη ετούτη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες! Τι οβραίικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που δίνεις μια πεντάρα στην επίγεια ζωή κι εισπράττεις αθάνατα εκατομμύρια στην άλλη! Τι απλοϊκότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να ‘ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση. Ντροπή πια να μεθούμε στις ταβέρνες της ελπίδας! Ή κάτω στα υπόγεια του φόβου. Πόσα χρόνια και δεν το ‘χα καταλάβει, κι έπρεπε να ‘ρθει ο άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια! […]

Κι άξαφνα η Εκκλησία του Χριστού, όπως την κατάντησαν οι ρασοφόροι, μου φάνταξε μια μάντρα, όπου μερόνυχτα βελάζουν, ακουμπώντας το ένα στο άλλο, χιλιάδες πρόβατα κυριεμένα από πανικό κι απλώνουν το λαιμό κι αγλείφουν το χέρι και το μαχαίρι που τα σφάζει. Κι άλλα τρέμουν γιατί φοβούνται πως θα σουβλίζουνται αιώνια στις φλόγες, κι άλλα βιάζουνται να σφαχτούν για να βόσκουν στους αιώνες των αιώνων σε αθάνατο ανοιξιάτικο χορτάρι.[…]

 Εδώ μια παλιότερη ανάρτηση για τον Νίτσε.
Read more »

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Ο ευφάνταστος Μιγκέλ Ντε Θερβάντες

To άγαλμα του Θερβάντες στη Ναύπακτο
Η ημερομηνία γέννησης του αμφισβητείται. Πιο πιθανη θεωρείται η 29η Σεπτεμβρίου του 1547. Ο τόπος γέννησης του αμφισβητήθηκε επίσης. Πολλές πόλεις και χωριά της Ισπανίας διεκδικούσαν την «πατρότητά» του, αν και πλέον θεωρείται δεδομένο ότι γεννήθηκε στην Αλκαλά ντε Ενάρες. Το μόνο που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, είναι η σπουδαιότητα του έργου του Θερβάντες.Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίζονται από συχνές μετακινήσεις, λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του. Σε σχετικά μικρή ηλικία, βρήκε το καταφύγιο του στη λογοτεχνία. Η επιθυμία του να σπουδάσει σε πανεπιστήμιο δεν πραγματοποιήθηκε, όμως τα βήματα του τον έφεραν στη Μαδρίτη και στο πλάι του διανοούμενου ουμανιστή Χουάν Λόπεζ ντε Όγιος, ο οποίος τον αναγνώρισε ανάμεσα στους μαθητές του.

Σε ποιητική συλλογή του Χουάν Λόπεζ ντε Όγιος, ο Θερβάντες θα δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα το 1569, όμως την ίδια χρονιά θα φύγει από την Ισπανία με προορισμό την Ιταλία. Η φυγή του, για αρκετούς, οφείλεται στη δίωξη του από τις αρχές καθώς σε επίσημα έγγραφα αναφέρεται τραυματισμός ενός Ισπανού πολίτη από κάποιον Μιγκέλ ντε Θερβάντες.

Στη Ρώμη, θα βρεθεί στην αυλή ενός μεγάλου οίκου, με αποτέλεσμα να έρθει σε επαφή με την Ιταλική λογοτεχνία και την αναγεννησιακή τέχνη. Στη συνέχεια κατατάσσεται στο Ισπανικό Ναυτικό και γίνεται μάρτυρας της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου, ίσως της σημαντικότερης ναυμαχίας παγκοσμίως ή όπως ο ίδιος γράφει «του πιο δοξασμένου γεγονότος που είδανε ή θα δούνε ποτέ οι αιώνες».

Ο Μουσουλμανικός και ο Χριστιανικός κόσμος συγκρούονται σε μια μάχη δίχως προηγούμενο. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Θερβάντες επιδεικνύει ανδρεία τραυματίζεται τρεις φορές και χάνει το αριστερό του χέρι. Ακολούθησαν και άλλες «περιπέτειες» με το Ναυτικό, όμως η φρίκη της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου είχε σημαδέψει τη μνήμη του για πάντα, όπως και το κορμί του.
Τα κέρματα των 10, 20 και 50 λεπτών στην Ισπανία απεικονίζουν τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες, πατέρα της ισπανικής λογοτεχνίας, αντανακλώντας "την παγκόσμια εμβέλεια της προσωπικότητας και του έργου του".

Αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του, όμως η μοίρα του επιφύλασσε μια ακόμα περιπέτεια. «Το πλοίο της επιστροφής» δέχεται επίθεση από Αλγερινούς πειρατές και ο Θερβάντες αιχμαλωτίζεται για πέντε χρόνια. Η εμπειρία της αιχμαλωσίας θα γεννήσει στο μέλλον τα θεατρικά έργα «Τα κάτεργα του Αλγερίου» και «H ζωή στο Αλγέρι», αλλά θα επηρεάσει και το ευρύτερο συγγραφικό του έργο.

Ο επαναπατρισμός του Θερβάντες, το 1580, σίγουρα δεν ήταν ρόδινος, αν και ο ίδιος υποστήριζε ότι «σ’ αυτήν την εφήμερη ζωή, δεν είναι στον κόσμο άλλη μεγαλύτερη ευτυχία για τον άνθρωπο, από το να αποκτά τη χαμένη του λευτεριά και να επιστρέφει στη χαμένη του πατρίδα». Όμως τα οικονομικά προβλήματα μετατρέπουν την καθημερινότητα του σε μια μάχη για την επιβίωση. Παρά τις δυσκολίες ο Θερβάντες εκδίδει το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, το μυθιστόρημα «Γαλάτεια», και η πόρτα του λογοτεχνικού κόσμου μοιάζει να ανοίγει. Υπογράφει συμβόλαιο συνεργασίας με θεατρικό επιχειρηματία και ακολουθεί μια άκρως παραγωγική περίοδο, κατά την οποία ο ίδιος υποστηρίζει ότι συνέγραψε περισσότερα από 20 θεατρικά έργα, ανάμεσά τους και το δραματικό «Η σύγχυση», που ο ίδιος ο Θερβάντες το αναγνωρίζει ως το κορυφαίο έργο που έγραψε για το θέατρο.

Παρά την παραγωγικότητά του ο Θερβάντες δεν μπόρεσε να καταξιωθεί στο χώρο του θεάτρου. Με την «αποτυχία» να τον βαραίνει οδηγείται σταδιακά στη Σεβίλλη και ταυτόχρονα απομακρύνεται, τουλάχιστον προσωρινά, από τον λογοτεχνικό κόσμο. Διορίζεται υπεύθυνος επισιτισμού και εφοδιασμού της ισπανικής αρμάδας, αλλά κατηγορείται για καταχρήσεις και φυλακίζεται. «Ταπεινωμένος» εργάζεται ως φοροεισπράκτορας, όμως τα οικονομικά προβλήματα, όπως πιθανολογείται, τον οδηγούν και πάλι στη κατάχρηση και τη φυλακή, από το 1596 μέχρι το 1598. Δύο χρόνια που ίσως να άλλαξαν την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας καθώς φαίνεται πως κατά τη διάρκεια της κράτησής του συνέλαβε τη ιδέα του «Δον Κιχώτη».

Επτά χρόνια μετά την αποφυλάκιση του, το 1605, εκδίδεται το αριστούργήμα του «Ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσα». Από την πρώτη στιγμή το έργο του σημειώνει επιτυχία, όμως ο Θερβάντες για μία ακόμη φορά δεν θα δώσει λύση στα οικονομικά προβλήματά του καθώς είχε παραχωρήσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του βιβλίου. Με το «Δον Κιχώτης» ο Θερβάντες απέκτησε αναγνωρισιμότητα και ακολουθούν «οι Υποδειγματικές νουβέλες», «το Ταξίδι στον Παρνασσό» και οι «Οκτώ Κωμωδίες», ενώ το 1615 ο Θερβάντες εκδίδει το δεύτερο μέρος του «Δον Κιχώτη».

Ένα χρόνο αργότερα, το 1616, θα αφήσει την τελευταία του πνοή, για να περάσει στην αιωνιότητα συντροφιά με τους κορυφαίους συγγραφείς όλων των εποχών, όπως στην αιωνιότητα πέρασε και ο ήρωας του ο μισότρελος αλλά αθεράπευτα ρομαντικός Δον Κιχώτης. Το τελευταίο κεφάλαιο του συγγραφικού του έργου θα γραφτεί το 1617 με την έκδοση του βιβλίου «Τα πάθη του Περσίλεως και της Σιγισμούνδης».
Read more »

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

Γεώργιος Σουρῆς - Ποιήματα Γεώργιος Σουρῆς (1853-1919): σατιρικὸς ποιητὴς ἀπὸ τὴν Σύρο.

Ὁ Ῥωμηός

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.

Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.

Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.

Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.

Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.

Read more »

Share